- αποστακτήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο перегонный куб, перегонный аппарат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστακτήρας — ο συσκευή που χρησιμεύει για απόσταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
αποστακτήρας — ο συσκευή με την οποία γίνεται η απόσταξη, λαμπίκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστάκτης — ο ο αποστακτήρας … Dictionary of Greek
καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… … Dictionary of Greek
άμβυκας — Συσκευή για την απόσταξη των υγρών, γνωστή από την αρχαιότητα. Αποτελείται από έναν χάλκινο λέβητα, ο οποίος ονομάζεται σικύα, είναι επικασσιτερωμένος στο εσωτερικό και φέρει σκέπασμα, το κέρας, στο οποίο είναι στερεωμένος ο ελικοειδής ψυκτήρας,… … Dictionary of Greek
λαμπίκος — ο (λ. αραβ.) 1. αποστακτήρας, διυλιστήριο. 2. καθετί διαυγές και καθαρό: Η κουζίνα της είναι πάντα λαμπίκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)